- εύψοφος
- εὔψοφος, -ον (Α)αυτός που ηχεί καλά ή ευχάριστα, ο εύηχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ψόφος «θόρυβος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐψόφως — εὔψοφος well sounding adverbial εὔψοφος well sounding masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)